Ντιράν

Ντιράν
(Duran). Επώνυμο δύο Γάλλων βυζαντινολόγων. 1. Ζιλ (Jules, 1812 – 1890). Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη της βυζαντινής τέχνης. Έγραψε: Η βυζαντινή τέχνη στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, Η εικονογραφία του Αγίου Μάρκου, Οι θησαυροί του Αγίου Μάρκου, Η εικονογραφία του καθεδρικού ναού της Πάρμας, Ο θρύλος του Μεγάλου Αλέξανδρου κ.ά. 2. Πολ (Paul, 1806 – 1882). Επισκέφτηκε πολλές φορές την Ελλάδα και ανακάλυψε στο Άγιον Όρος χειρόγραφο, που το ανακοίνωσε με τον τίτλο Οδηγός της βυζαντινής ζωγραφικής. Έγραψε μονογραφία για την Παναγία της Σαρτρ και πολλά άλλα, ανάλογα, έργα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ντιράν-Ριέλ, Πολ — (Paul Durand Ruel, Παρίσι 1831 – 1922). Γάλλος έμπορος τέχνης. Με το φωτισμένο πνεύμα του και την επιμονή του συνέβαλε στην επικράτηση της καλύτερης γαλλικής ζωγραφικής στην περίοδο μεταξύ 1830 και 1890. Κληρονόμησε από τον πατέρα του ένα… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Κανβάιλερ, Ντάνιελ Χένρι — (Daniel Henri Kahnweiler, Μανχάιμ 1884 – 1979). Γάλλος έμπορος και τεχνοκριτικός, γερμανικής καταγωγής. Ο Κ. ανέπτυξε στο Παρίσι (όπου είχε εγκατασταθεί από το 1902) έντονη δραστηριότητα κριτικού και εμπόρου έργων τέχνης. Πνεύμα ανοιχτό στα… …   Dictionary of Greek

  • Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… …   Dictionary of Greek

  • Ντομιέ, Ονορέ — (Daumier Honore, 1808 – 1879). Γάλλος λιθογράφος, ζωγράφος και γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και όλων των εποχών. Ο πατέρας του, υαλοπώλης με ποιητικές φιλοδοξίες, εγκατέλειψε το 1814 τη Μασσαλία και… …   Dictionary of Greek

  • Ντυράν — Βλ. λ. Ντιράν …   Dictionary of Greek

  • Πισαρό, Καμίγ — (Pissarro, Σεν Τομά, Αντίγ 1830 – Παρίσι 1903). Γάλλος ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ιμπρεσιονισμού. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, συνδέθηκε από το 1855 και ακολούθησε τις συμβουλές του Κορό, καλλιτέχνη για τον oποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”